6.9.09

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ 2
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ 3
ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ 4
ΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΛΗΓΟΥΝ ΣΕ –ΙΖΩ ΚΑΙ –ΩΝΩ 5
ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΕ –ΕΙ ΚΑΙ – ΤΑΙ 6
ΠΑΘΗ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ 6
ΠΑΡΑΓΩΓΗ 7
ΥΠΟΚ-ΡΗΜΑ-ΚΑΤΗΓ 8
ΠΟΙΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ 8
ΜΕΤΟΧΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΡΗΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΔΗΛ ΕΝΑΣ ΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ. 9
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ 9
ΕΜΠΡΟΘΕΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ 9
ΑΜΕΣΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ. 10
ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Β΄ ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ. 12
Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ. 13
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΣΕ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΑ 14
ΟΙ ΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ –ΜΑΙ, -ΣΑΙ, -ΤΑΙ ΚΑΙ –ΝΤΑΙ 15
Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΝΕΣΤΩΤΑ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΛΥΝΩ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ 15
ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΠΙΘΕΤΟ Η ΑΛΛΗ ΛΕΞΗ ΣΕ ΘΕΣΗ ΕΠΙΘΕΤΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΕΝΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ ΜΙΑ ΜΟΝΙΜΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ. 16
ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 16
ΣΤΑ ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΠΟΥ ΛΗΓΟΥΝ ΣΕ –ΑΙΟΣ, -ΑΙΑ, -ΑΙΟ 17
ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΤΟΥ 17
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ 18
ΧΡΟΝΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ 19
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΑΡΝΗΣΗΣ, ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΣΤΑΓΜΟΥ 20
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ 20


ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

Τα ρήματα ανήκουν στα κλιτά μέρη του λόγου και φανερώνουν ότι κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα κάνει κάτι (κάποια ενέργεια), ή παθαίνει κάτι από κάποιον άλλον, ή από τον εαυτό του ή βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Π.χ. γράφω, διαβάζω, χτενίζομαι, γράφομαι, πονώ, καταλαβαίνω, κ.λ.π. Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική.
1. Ενεργητική φωνή: Στη φωνή αυτή ανήκουν τα ρήματα που τελειώνουν σε –ω. Η πράξη στη που γίνεται στη φωνή αυτή πηγαίνει σε κάποιον άλλον ή κάπου αλλού. Π.χ. δένω, γράφω, ακούω, δίνω, κ.λ.π.
2. Παθητική φωνή: Στη φωνή αυτή ανήκουν τα ρήματα που τελειώνουν σε -μαι. Η πράξη που γίνεται στη φωνή αυτή γυρίζει πίσω στο πρόσωπο που την κάνει. Π.χ. γράφομαι πλένομαι, ντύνομαι, κ.λ.π.

Οι καταλήξεις των ρημάτων, της ενεργητικής φωνής, εκτός από το –ω, που βρίσκεται σε όλα τα ρήματα, μπορεί να έχουν διαφορετικό χαρακτήρα. Έτσι έχουμε ρήματα που τελειώνουν σε: -άβω (ράβω, ανάβω), -εύω (παιδεύω, μαγειρεύω), -αίνω (κουτσαίνω, μαθαίνω), -ένω (μένω, δένω, πλένω)-έρνω (σέρνω, φέρνω), -ίζω (σκίζω, διορίζω), κ.λ.π.

Η ορθογραφία των ρημάτων, ακολουθεί κάποιους κανόνες. Έτσι όλα τα ρήματα της ενεργητικής φωνής, στο β΄ και στο γ΄ πρόσωπο του ενικού αριθμού (β΄ πρόσωπο: εσύ, γ΄ πρόσωπο: αυτός), γράφονται με ει (έψιλον-γιώτα), ενώ στο α΄ και στο β΄ πρόσωπο του πληθυντικού αριθμού (α΄ πρόσωπο: εμείς, β΄ πρόσωπο: εσείς), γράφονται με ε (έψιλον).

Τα ρήματα της παθητικής φωνής, ακολουθούν τους δικούς τους κανόνες ορθογραφίας. Έτσι, στο α΄, στο β΄, στο γ΄, πρόσωπο του ενικού αριθμού (εγώ – εσύ - αυτός) και στο γ΄ πρόσωπο του πληθυντικού αριθμού (αυτοί) γράφονται με αι (άλφα-γιώτα), ενώ στο α΄, και στο β΄ πρόσωπο του πληθυντικού αριθμού (εμείς – εσείς) γράφονται με ε (έψιλον).

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ
1.ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ:Ο χρόνος αυτός μας φανερώνει την πράξη που γίνεται τώρα. Π.χ. γράφω, παίζω, διαβάζω, μιλώ, τραγουδώ, κ.λ.π. Αναφέρεται στο παρόν (στο σήμερα).
2.ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ: Αυτός ο χρόνος μας φανερώνει μια πράξη που γινόταν χτες (στο παρελθόν) συνέχεια. Π.χ. έγραφα, έπαιζα, διάβαζα, κ.λ.π.
3. ΑΟΡΙΣΤΟΣ: Ο χρόνος αυτός μας φανερώνει μια πράξη που έγινε στο παρελθόν για μια στιγμή και τέλειωσε στο παρελθόν. Π.χ. έγραψα, έπαιξα, διάβασα, κ.λ.π.
4.ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ: Ο χρόνος αυτός αναφέρεται σε πράξη που θα γίνει σε μια στιγμή στο μέλλον. Παίρνει τη λέξη θα σαν πρόθεμα Π.χ. θα γράψω, θα παίξω, θα διαβάσω, κ.λ.π.
5.ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ: Ο χρόνος αυτός, μας λεει ότι η πράξη θα γίνεται στο μέλλον συνέχεια. Παίρνει τη λέξη θα σαν πρόθεμα Π.χ. θα γράφω, θα παίζω, θα διαβάζω, κ.λ.π.
6.ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ: Ο χρόνος αυτός μας λέει ότι η πράξη έχει γίνει στο παρελθόν και σήμερα έχει τελειώσει. Παίρνει σαν πρόθεμα τη λέξη έχω. Π.χ. έχω γράψει, έχω παίξει, έχω διαβάσει, κ.λ.π.
7.ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ: Ο χρόνος αυτός μας λέει ότι η πράξη είχε γίνει και είχε τελειώσει στο παρελθόν. Παίρνει σαν πρόθυμα τη λέξη είχα. Π.χ. είχα γράψει, είχα παίξει, είχα διαβάσει, κ.λ.π.
8.ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ: Ο χρόνος αυτός μας λέει ότι η πράξη θα έχει γίνει στο μέλλον. Παίρνει σαν πρόθεμα τις λέξεις θα έχω. Π.χ. θα έχω γράψει, θα έχω παίξει, θα έχω διαβάσει, κ.λ.π


Έτσι μπορούμε να κατατάξουμε τους χρόνους σε τρεις κατηγορίες:
1.Παροντικοί χρόνοι: (Αυτοί που μιλούν για το σήμερα): Ενεστώτας, Παρακείμενος
2.Παρελθοντικοί χρόνοι: (Αυτοί που μιλούν για το χτες ): Παρατατικός, Αόριστος, Υπερσυντέλικος.
3.Μελλοντικοί χρόνοι: (Αυτοί που μιλούν για το αύριο ): Στιγμιαίος Μέλλοντας, Εξακολουθητικός Μέλλοντας, Συντελεσμένος Μέλλοντας.







ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
Ερωτηματικές αντωνυμίες λέγονται οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούμε όταν ρωτάμε και είναι οι εξής:
• Τι (άκλιτη) π.χ Τι κάνεις; Τι ώρα είναι;
• Ποιος, ποια, ποιο π.χ Ποιος είναι; Ποια ήρθε; Ποιο θέλεις;
• Πόσος, πόση, πόσο π.χ Πόσος / πόση είναι; Πόσο κάνει;
Σημείωση: Δεν πρέπει να μπερδεύουμε την ερωτηματική αντωνυμία ποιο που συνοδεύει ουσιαστικά, με το επίρρημα πιο που συνοδεύει επίθετα και επιρρήματα.
Π.χ Ποιο καράβι; Είναι πιο ψηλός.
Ποιο μολύβι; Θα έρθω πιο αργά.
Δεικτικές αντωνυμίες λέγονται οι αντωνυμίες που τις χρησιμοποιούμε όταν δείχνουμε και είναι οι εξής:
• Αυτός, αυτή, αυτό (για να δείχνουμε όσα βρίσκονται κοντά μας)
π.χ Αυτός είναι φίλος μου.
• (Ε)τούτος, (ε)τούτη, (ε)τούτο (για να δείχνουμε όσα βρίσκονται πολύ κοντά μας) π.χ Ετούτο εδώ είναι το βιβλίο μου.
• Εκείνος, εκείνη, εκείνο (για να δείχνουμε όσα βρίσκουμε μακριά μας)
π.χ Εκείνο τον άνθρωπο δεν τον ξέρω.
• Τέτοιος, τέτοια, τέτοιο (για να δείχνουμε ποιότητα) π.χ Τέτοιος ήταν πάντα.
• Τόσος, τόση, τόσο (για να δείχνουμε ποσότητα) π.χ Πώς πέρασε τόσος καιρός!
Να θυμάσαι:
Σε μια απλή πρόταση που έχει τη μορφή Υποκείμενο - Ρήμα – Αντικείμενο (ΥΡΑ), το αντικείμενο του ρήματος μπορεί να είναι και αντωνυμία.
Π.χ (Υ) (Ρ) (Α)
Ο Αλέξης είδε κάποιον

Ρήματα που λήγουν σε –ίζω και –ώνω
• Όλα τα ρήματα που τελειώνουν σε –ίζω στην ενεργητική φωνή και σε
–ίζομαι στην παθητική φωνή, γράφονται με γιώτα (ι).
π.χ δροσίζω – δροσίζομαι, ποτίζω – ποτίζομαι.
Εξαίρεση: Η ορθογραφία αυτή δεν ισχύει για τα ρήματα:
αθροίζω, δανείζω, δακρύζω, κελαρύζω, κατακλύζω, συγχύζω, πρήζω, πήζω
• Όλα τα ρήματα που τελειώνουν σε –ώνω στην ενεργητική φωνή και σε
–ώνομαι στην παθητική φωνή, γράφονται με ωμέγα (ω) πριν από
τις καταλήξεις –νω και –νομαι.
π.χ πληρώνω – πληρώνομαι, απλώνω – απλώνομαι.

Καταλήξεις ρημάτων σε –ει και – ται
• Όταν ένα ρήμα βρίσκεται στο γ΄ πρόσωπο ενικού της ενεργητικής φωνής, γράφεται με (ει) π.χ αυτός πλένει, αυτή βρέχει.
Όταν ένα ρήμα βρίσκεται γ΄ πρόσωπο ενικού της παθητικής φωνής, γράφεται με (αι) π.χ αυτός πλένεται, αυτή βρέχεται.

ΠΑΘΗ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ
Έκθλιψη : Όταν μια λέξη τελειώνει σε φωνήεν και η λέξη που ακολουθεί αρχίζει πάλι από φωνήεν, συχνά χάνεται το τελικό φωνήεν της προηγούμενης λέξης.
Π.χ Από όλους Απ’ όλους
Τα άφησε Τ’ άφησε
Αφαίρεση : Όταν μια λέξη τελειώνει σε φωνήεν και η λέξη που ακολουθεί αρχίζει πάλι από φωνήεν, μερικές φορές χάνεται το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης.
Π.χ Μου είπε Μου ’πε
Θα έχει Θα ’χει
Αποκοπή : Όταν μια λέξη τελειώνει σε φωνήεν και η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από σύμφωνο, συμβαίνει κάποτε να χάνεται το τελικό φωνήεν της προηγούμενης λέξης.
Π.χ Φέρε το Φέρ’ το
Από το δρόμο Απ’ το δρόμο
Να θυμάσαι : Στη θέση του φωνήεντος που χάνεται κατά τα φαινόμενα της έκθλιψης, της αφαίρεσης και της αποκοπής, σημειώνουμε πάντα απόστροφο ( ’ ).
Π.χ τ’ άλλα, μ’ εμένα, να ’ρθει, εσύ ’σαι, κόψ’ το, πιάσ’ το
Σημείωση :
• Το επίρρημα μέσα, όταν έχουμε αποκοπή, γράφεται χωρίς απόστροφο, με τελικό ( ς ) και δεν τονίζεται.
π.χ μες στη θάλασσα.
Όταν όμως παθαίνει έκθλιψη, γράφεται με απόστροφο και τονίζεται.
π.χ μέσ’ από τη θάλασσα.
• Ο σύνδεσμος και, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν, μπορεί να γραφτεί κι ( χωρίς απόστροφο).
π.χ κι άλλος, κι εγώ.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Η λέξη που γίνεται από άλλη λέξη άμα προσθέσουμε μια κατάληξη λέγεται παράγωγη.
Μπορούμε λοιπόν να φτιάξουμε ουσιαστικά που να προέρχονται, να παράγονται από ρήματα, τα οποία ανάλογα με τη σημασία τους έχουν τις παρακάτω καταλήξεις:
• Όσα σημαίνουν το πρόσωπο που ενεργεί:
- της π.χ λυτρώνω – λυτρωτής
- στής π.χ θερίζω – θεριστής
- έας, ιάς π.χ κουρεύω – κουρέας, γράφω - γραφιάς
• Όσα σημαίνουν μια ενέργεια ή το αποτέλεσμά της:
- μός π.χ έρχομαι – ερχομός
- ση (-ξη, -ψη) π.χ θέλω – θέληση, φυλάγω – φύλαξη, λάμπω – λάμψη
- σιμο (-ξιμο, -ψιμο) π.χ στρώνω – στρώσιμο, τρέχω – τρέξιμο, σκάβω – σκάψιμο
- μα π.χ κλαδεύω - κλάδεμα
- ίδι π.χ στολίζω - στολίδι
- ητό π.χ ξεφωνίζω – ξεφωνητό
- ούρα π.χ κλείνω – κλεισούρα
- ος π.χ κοστίζω – κόστος
- ι, - ιο π.χ κολυμπώ – κολύμπι, γελώ - γέλιο
- ιά, - ία π.χ μιλώ – μιλιά, αμφιβάλλω – αμφιβολία
- ειά, - εία, -εια π.χ δουλεύω – δουλειά, θεραπεύω – θεραπεία, ωφελώ - ωφέλεια
• Όσα σημαίνουν το όργανο, το μέσο ή τον τόπο μιας ενέργειας:
- τήρας π.χ κινώ - κινητήρας
- τήρι π.χ κλαδεύω - κλαδευτήρι
- τήριο π.χ γυμνάζω - γυμναστήριο
Να γνωρίζεις:
 Όλες οι λέξεις που προέρχονται από την ίδια απλή λέξη, με παραγωγή ή σύνθεση, αποτελούν μια οικογένεια λέξεων. Οι λέξεις που ανήκουν σε μια οικογένεια λέγονται συγγενικές.
 Τα θηλυκά ουσιαστικά που παράγονται από ρήματα που λήγουν σε – εύω γράφονται με – εια (έψιλον γιώτα) στην κατάληξη. Π.χ ερμηνεύω – ερμηνεία
Εξαιρούνται τα εξής ονόματα:
γειτονεύω – γειτονιά
κηδεμονεύω - κηδεμονία
ηγεμονεύω - ηγεμονία
αμνηστεύω - αμνηστία
ασωτεύω - ασωτία
κοροϊδεύω – κοροϊδία
ΥΠΟΚ-ΡΗΜΑ-ΚΑΤΗΓ
Υποκείμενο (Υ) Ρήμα (Ρ) Κατηγορούμενο (Κ)
Ποιος κάνει κάτι; Τι κάνει; Τι είδους είναι το υποκείμενο;
Ποιος παθαίνει κάτι; Τι παθαίνει; Ποια ιδιότητα έχει;
Ποιος βρίσκεται σε
μια κατάσταση;

Π.χ Η κοπέλα έγινε γιατρός (ουσιαστικό)
Το ρούχο φαίνεται καθαρό (επίθετο)
Ο πίνακας είναι γραμμένος (μετοχή)
Κατηγορούμενο είναι η λέξη που δίνει μια ιδιότητα στο υποκείμενο του ρήματος.
Το κατηγορούμενο μπορεί να είναι ουσιαστικό, επίθετο ή μετοχή και βρίσκεται στην ίδια πτώση με το υποκείμενο του ρήματος, δηλ στην ονομαστική, σε αντίθεση με το αντικείμενο ενός ρήματος που βρίσκεται σε πτώση αιτιατική.
Δεν μπορούμε να σχηματίσουμε προτάσεις που να έχουν τη μορφή Υποκείμενο – Ρήμα – Κατηγορούμενο, χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε ρήμα. Υπάρχει μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία ρημάτων, τα συνδετικά, τα οποία δε δέχονται αντικείμενο αλλά κατηγορούμενο. Αυτά τα ρήματα είναι: είμαι, γίνομαι, φαίνομαι, λέγομαι, θεωρούμαι, καλούμαι, ονομάζομαι, αποδεικνύομαι κ.α
Μετοχή είναι μια λέξη που προέρχεται από το ρήμα, είναι δηλ ένας ρηματικός τύπος.
Όλα τα ρήματα έχουν δύο μετοχές: μία στην ενεργητική φωνή και μία στην παθητική φωνή.
Οι μετοχές της ενεργητική φωνής λήγουν σε -οντας ή -ώντας.
Οι μετοχές της παθητικής φωνής λήγουν σε -μένος, -μένη, -μένο, έχουν τρία γένη και κλίνονται όπως τα επίθετα.
Π.χ δένω - δένοντας
αγαπώ – αγαπώντας
δένομαι – δεμένος, δεμένη, δεμένο
αγαπιέμαι – αγαπημένος, αγαπημένη, αγαπημένο
Προσδιορισμοί λέγονται οι λέξεις που συνοδεύουν και συμπληρώνουν τους κύριους όρους της πρότασης (υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο ή κατηγορούμενο).
Εμπρόθετος προσδιορισμός είναι ο προσδιορισμός που έχει τη μορφή πρόθεση + ουσιαστικό σε αιτιατική πτώση.
Στο μάθημά μας συναντήσαμε αρκετούς προσδιορισμούς τέτοιου είδους, όπως από τη φωτιά, για όπλο, με φλούδες, σε μια γωνιά κ.α.
Υπάρχει λοιπόν περίπτωση το κατηγορούμενο μιας πρότασης να είναι ένας εμπρόθετος προσδιορισμός. Π.χ Τα ρούχα ήταν από δέρματα
Συνήθως, ο εμπρόθετος προσδιορισμός που βρίσκεται σε θέση κατηγορούμενου ισοδυναμεί με επίθετο και μπορεί ν’ αντικατασταθεί από αυτό. Π.χ Τα ρούχα ήταν δερμάτινα.
Το ένα αντικείμενο, αυτό στο οποίο πηγαίνει άμεσα η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος ή πιο απλά αυτό το οποίο βρίσκουμε αν κάνουμε την ερώτηση τι, λέγεται
ΑΜΕΣΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ.
Π.χ Τι δείχνει ο σκύλος; Ένα σβόλο (άμεσο αντικείμενο)
Το άλλο αντικείμενο, αυτό στο οποίο πηγαίνει έμμεσα η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος ή πιο απλά αυτό το οποίο βρίσκουμε αν κάνουμε μια συμπληρωματική ερώτηση, όπως σε ποιον – με ποιον – για ποιον – με τι κ.α., λέγεται έμμεσο αντικείμενο.
Π.χ Σε ποιον δείχνει ο σκύλος ένα σβόλο; Στον κυνηγό (έμμεσο αντικείμενο).
Υποκείμενο (Υ) Ρήμα (Ρ) Άμεσο Αντικείμενο(Α) Έμμεσο Αντικείμενο(Α)
Ποιος; Τι; Σε ποιον;
Ο σκύλος δείχνει ένα σβόλο στον κυνηγό
Το έμμεσο αντικείμενο ενός ρήματος μπορεί να βρίσκεται σε πτώση:
 Αιτιατική π.χ Η Μαρία θα γεμίσει το βάζο λουλούδια.
(το βάζο: άμεσο αντικείμενο, λουλούδια: έμμεσο αντικείμενο).
 Γενική π.χ Το παιδί έδωσε του παππού ένα φιλί.
(ένα φιλί: άμεσο αντικείμενο, του παππού: έμμεσο αντικείμενο).
Συχνά όμως το έμμεσο αντικείμενο μπορεί να αντικατασταθεί από εμπρόθετο προσδιορισμό, να έχει δηλαδή τη μορφή με, σε, για, από + αιτιατική και τότε λέγεται εμπρόθετο αντικείμενο.
Π.χ Η Μαρία θα γεμίσει το βάζο με λουλούδια.
Το παιδί έδωσε στον παππού ένα φιλί.
Στις απλές προτάσεις που έχουν τη μορφή (ΥΡΑΑ), το έμμεσο αντικείμενο της πρότασης είπαμε πως μπορεί να βρίσκεται και σε γενική πτώση.
Π.χ Ο δάσκαλος έδωσε ένα βιβλίο της Ελένης.
Στην περίπτωση αυτή παρατηρούμε ότι το έμμεσο αντικείμενο είναι ένα ουσιαστικό που δηλώνει πρόσωπο ή πιο συχνά μια αντωνυμία που δηλώνει πρόσωπο.
Η πιο συνηθισμένη αντωνυμία που χρησιμοποιούμε σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η προσωπική (εγώ, εσύ, αυτός) και μάλιστα οι αδύνατοι τύποι της αντωνυμίας αυτής (μου, σου, του, της, μας, σας, τους κτλ)
Π.χ Ο δάσκαλος της έδωσε ένα βιβλίο.
Εκτός όμως από την προσωπική αντωνυμία που είναι η πιο συνηθισμένη, μπορούμε να έχουμε κι άλλου είδους αντωνυμίες (δεικτικές, αόριστες κτλ) ως έμμεσα αντικείμενα.
Π.χ Κάνει κακό του εαυτού του.
Έστειλε γράμμα εκείνου.
Όταν το έμμεσο αντικείμενο έχει τη μορφή εμπρόθετου προσδιορισμού, μπορούμε εύκολα να το μετατρέψουμε σε πτώση γενική, χωρίς πρόθεση.
Π.χ Ο πατέρας αγόρασε για τη μητέρα ένα δώρο.


Ο πατέρας αγόρασε της μητέρας ένα δώρο.
Μπορούμε επίσης να αντικαταστήσουμε και τα δύο αντικείμενα, το άμεσο και το έμμεσο, με τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας στην ίδια πτώση, αλλάζοντας τη σειρά των λέξεων στην πρόταση.
Π.χ Ο δάσκαλος έδωσε ένα βιβλίο της Ελένης.


Ο δάσκαλος της το έδωσε
Μην ξεχνάς: Δεν πρέπει να μπερδεύουμε τους αδύνατος τύπους των προσωπικών αντωνυμιών με τα άρθρα. Τα άρθρα μπαίνουν μπροστά από ουσιαστικά, ενώ οι αντωνυμίες μπροστά από ρήματα.


Υπάρχουν κάποια παροξύτονα και προπαροξύτονα ουσιαστικά που δεν κατεβάζουν τον τόνο στη γενική ενικού και στη γενική πληθυντικού.
Τέτοια είναι:
 Τα παροξύτονα αρσενικά που λήγουν σε –ος. Π.χ ο δρόμος – του δρόμου – των δρόμων.
 Τα προπαροξύτονα αρσενικά που λήγουν σε –ος και ανήκουν σε μια από τις εξής κατηγορίες:
1) Σύνθετες και πολυσύλλαβες λέξεις. Π.χ ο ανθόκηπος – ανθόκηπου – των ανθόκηπων.
2) Λαϊκές λέξεις. Π.χ ο καλόγερος – του καλόγερου – των καλόγερων.
3) Βαφτιστικά ονόματα. Π.χ ο Άγγελος – του Άγγελου.
Εξαιρούνται τα ονόματα των αγίων και των ιστορικών προσώπων της αρχαίας εποχής. Π.χ ο Άγιος Νικόλαος – του Αγίου Νικολάου, ο Μέγας Αλέξανδρος – του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
4) Οικογενειακά ονόματα. Π.χ ο Παπαδόπουλος – του Παπαδόπουλου.
Εξαιρούνται τα οικογενειακά ονόματα των γυναικών. Π.χ η κυρία Παπαδοπούλου.
5) Τοπωνύμια (τετρασύλλαβα). Π.χ ο Ασπρόπυργος – του Ασπρόπυργου.
 Τα παροξύτονα ουδέτερα που λήγουν σε –ο. Π.χ το δέντρο – του δέντρου – των δέντρων.
 Τα προπαροξύτονα ουδέτερα που λήγουν σε –ο και είναι λαϊκές λέξεις ή σύνθετες και πολυσύλλαβες. Π.χ το σίδερο – του σίδερου – των σίδερων
Υπάρχουν όμως κάποια παροξύτονα και προπαροξύτονα ουσιαστικά που δεν κατεβάζουν τον τόνο, μόνο στη γενική ενικού.
Τέτοια είναι:
 Τα παροξύτονα και προπαροξύτονα αρσενικά που λήγουν σε –ας.
Π.χ ο ταμίας – του ταμία, ο φύλακας – του φύλακα.
 Τα παροξύτονα και προπαροξύτονα θηλυκά που λήγουν σε –α και –η.
Π.χ η χώρα – της χώρας, η θάλασσα – της θάλασσας, η δίκη – της δίκης, η ζάχαρη – της ζάχαρης.
ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Β΄ ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ.
Ο αόριστος είναι παρελθοντικός και στιγμιαίος χρόνος, δηλαδή φανερώνει κάτι που έγινε στο παρελθόν μία φορά (κι όχι συνέχεια)˙ π.χ.: Έλυσα το πρόβλημα. – Χτύπησα την πόρτα.
Ο στιγμιαίος μέλλοντας είναι μελλοντικός και στιγμιαίος (όπως λέει και τ’ όνομά του) χρόνος, δηλαδή φανερώνει κάτι που θα γίνει στο μέλλον μια φορά, χωρίς συνέχεια ή επανάληψη˙ π.χ Θα λύσω το πρόβλημα. – Θα χτυπήσω την πόρτα.
Ο αόριστος και ο στιγμιαίος μέλλοντας των ρημάτων της β΄ συζυγίας στην ενεργητική φωνή κλίνονται ως εξής:
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας Αόριστος Στιγμιαίος μέλλοντας
νικώ νίκησα θα νικήσω
νικάς νίκησες θα νικήσεις
νικά νίκησε θα νικήσει
νικούμε νικήσαμε θα νικήσουμε
νικάτε νικήσατε θα νικήσετε
νικούν νίκησαν θα νικήσουν
Να προσέξεις:
Οι καταλήξεις –ησα του αορίστου και –ήσω του στιγμιαίου μέλλοντα των ρημάτων της β΄ συζυγίας γράφονται με ήτα (η)
π.χ μιλώ – μίλησα – θα μιλήσω, αδικώ – αδίκησα – θα αδικήσω.
Ο αόριστος της ενεργητικής φωνής των ρημάτων που λήγουν σε –ίζω, -ώνω
Γενικά, ο αόριστος της ενεργητικής φωνής λήγει σε –σα, –ξα, ή –μα. Συγκεκριμένα:
Ο αόριστος των ρημάτων που λήγουν σε –ίζω σχηματίζεται με την κατάληξη –ισα. Γράφονται δηλαδή, όπως και στον ενεστώτα, με γιώτα (ι) στην παραλήγουσα.
π.χ.: δροσίζω – δρόσισα, ποτίζω – πότισα
Όταν, όμως, έχουμε ένα ρήμα που εξαιρείται και πριν από την κατάληξη –ζω γράφεται με η, υ, ει, οι, τότε σχηματίζει τον αόριστο διατηρώντας στην παραλήγουσα την ίδια ορθογραφία με αυτή του ενεστώτα.
π.χ.: δακρύζω – δάκρυσα, δανείζω – δάνεισα, αθροίζω – άθροισα.
Ο αόριστος των ρημάτων που λήγουν σε –ώνω σχηματίζεται με την κατάληξη –ωσα. Γράφονται δηλαδή, όπως και στον ενεστώτα, με ωμέγα (ω) στην παραλήγουσα.
π.χ.: απλώνω – άπλωσα, οργώνω – όργωσα.
Σημείωση: κατά κανόνα τα ρήματα της α΄ συζυγίας που τονίζονται στην παραλήγουσα διατηρούν στον αόριστο την ορθογραφία που έχουν στην παραλήγουσα του ενεστώτα.
π.χ.: ανοίγω – άνοιξα, κλείνω – έκλεισα, πήζω – έπηξα, τρίβω – έτριψα.

Ο αόριστος της παθητικής φωνής.
Ο αόριστος της παθητικής φωνής των ρημάτων της α΄ και της β΄ συζυγίας (π.χ. δένομαι και νικιέμαι) κλίνεται ως εξής:

α΄ συζυγία β΄ συζυγία
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
α΄ προσ.
β΄ προσ.
γ΄ προσ. δέθηκα
δέθηκες
δέθηκε δεθήκαμε
δεθήκατε
δέθηκαν α΄ προσ.
β΄ προσ.
γ΄ προσ. νικήθηκα
νικήθηκες
νικήθηκε νικηθήκαμε
νικηθήκατε
νικήθηκαν
Σημειώσεις:
1. Όταν ο αόριστος της ενεργητικής φωνής λήγει σε –σα, ο αόριστος της παθητικής λήγει σε –θηκα ή –στηκα.
π.χ. ντύνω – έντυσα – ντύθηκα, αλέθω – άλεσα – αλέστηκα.
2. Όταν ο αόριστος της ενεργητικής φωνής λήγει σε –ξα, ο αόριστος της παθητικής λήγει σε –χτηκα.
π.χ. διώχνω – έδιωξα – διώχτηκα
3. Όταν ο αόριστος της ενεργητικής φωνής λήγει σε –ψα, ο αόριστος της παθητικής λήγει σε –φτηκα.
π.χ. κρύβω – έκρυψα – κρύφτηκα.
Να προσέξεις:
Ο αόριστος της παθητικής φωνής γράφεται πάντα με ήτα (η) στην παραλήγουσα.
Π.χ.: κρύφτηκα, δροσίστηκα, ντύθηκα.
Ο αόριστος της παθητικής φωνής των ρημάτων της β΄ συζυγίας γράφεται, συνήθως, με ήτα (η) και στην προπαραλήγουσα και στην παραλήγουσα.
π.χ.: αγαπώ – αγαπήθηκα, τιμώ – τιμήθηκα, αδικώ – αδικήθηκα.
Μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική και αντίστροφα
Ενεργητική λέγεται η σύνταξη κατά την οποία διατυπώνεται ένα νόημα με ρήμα ενεργητικής διάθεσης.
π.χ Ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη.
Παθητική λέγεται η σύνταξη κατά την οποία διατυπώνεται ένα νόημα με ρήμα παθητικής διάθεσης.
π.χ Η πόλη καταστράφηκε από το σεισμό.
Επομένως για να μετατρέψουμε την ενεργητική σύνταξη μιας πρότασης σε παθητική, πρέπει να κάνουμε τα εξής:

1. Να μεταφέρουμε το ρήμα της πρότασης από την ενεργητική στην παθητική φωνή.
π.χ κατέστρεψε καταστράφηκε
2. Να μετατρέψουμε το υποκείμενο του ρήματος της πρότασης σε ποιητικό αίτιο.
π.χ Ο σεισμός από το σεισμό
3. Το αντικείμενο του ενεργητικού ρήματος να το κάνουμε υποκείμενο του παθητικού βάζοντάς το σε ονομαστική πτώση.
π.χ κατέστρεψε την πόλη Η πόλη καταστράφηκε

Αν θέλουμε να μετατρέψουμε την παθητική σύνταξη μιας πρότασης σε ενεργητική, ακολουθούμε τις ακριβώς αντίστροφες από τις προηγούμενες ενέργειες.

Οι ρηματικές καταλήξεις –μαι, -σαι, -ται και –νται ανήκουν στην οριστική ενεστώτα της παθητικής φωνής που κλίνεται ως εξής:
Παθητική φωνή
Οριστική ενεστώτα
Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός
(α΄προσ) εγώ βρίσκομαι (α΄προσ) εμείς βρισκόμαστε
(β΄προσ) εσύ βρίσκεσαι (β΄προσ) εσείς βρίσκεστε
(γ΄προσ) αυτός βρίσκεται (γ΄προσ) αυτοί βρίσκονται

Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΝΕΣΤΩΤΑ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΛΥΝΩ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ κλίνεται ως εξής:
Οριστική ενεστώτα
Ενεργητική φωνή Παθητική φωνή
εγώ λύνω εγώ λύνομαι
Ενικός αριθμός εσύ λύνεις εσύ λύνεσαι
αυτός λύνει αυτός λύνεται


Πληθυντικός αριθμός εμείς λύνουμε εμείς λυνόμαστε
εσείς λύνετε εσείς λύνεστε
αυτοί λύνουν αυτοί λύνονται

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ είναι το επίθετο ή άλλη λέξη σε θέση επιθέτου που προσδιορίζει ένα ουσιαστικό και φανερώνει μια μόνιμη ιδιότητά του.
Ο επιθετικός προσδιορισμός βρίσκεται στην ίδια πτώση, στο ίδιο γένος και τον ίδιο αριθμό με το ουσιαστικό που προσδιορίζει.
π.χ Η Σοφία έχει μαύρα μαλλιά.
Φρόντισε το πληγωμένο ζώο.
Ως επιθετικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται επίθετα, μετοχές, αντωνυμίες, αριθμητικά, ουσιαστικά, εμπρόθετα ουσιαστικά, επιρρήματα με άρθρο.
ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν έναν αριθμό ή τη σειρά.
π.χ Ο μήνας έχει τέσσερις εβδομάδες.
Ο Κώστας έφτασε πρώτος στο τέρμα.
Τα αριθμητικά επίθετα χωρίζονται στα εξής είδη:
1) Τα απόλυτα αριθμητικά, τα οποία φανερώνουν ορισμένο πλήθος από ουσιαστικά, έναν αριθμό. Αυτά είναι: ένας – μία – ένα, δύο, τρεις – τρία τέσσερις, τέσσερα, πέντε κτλ
π.χ Έχει τρία παιδιά.
2) Τα τακτικά αριθμητικά, τα οποία φανερώνουν τη θέση που παίρνει κάποιος ή κάτι σε μια σειρά από όμοια πράγματα. Αυτά είναι: πρώτος-η-ο, δεύτερος-η-ο, τρίτος-η-ο, τέταρτος-η-ο κτλ
π.χ Κάθεται στο δεύτερο θρανίο.
3) Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά, τα οποία φανερώνουν από πόσα απλά μέρη αποτελείται κάτι. Αυτά είναι: απλός-ή-ό, διπλός-ή-ό, τριπλός-ή-ό, τετραπλός-ή-ό κτλ
π.χ Τρώει διπλή μερίδα φαγητό.

4) Τα αναλογικά αριθμητικά, τα οποία φανερώνουν πόσες φορές μεγαλύτερο είναι ένα ποσό από ένα άλλο. Αυτά είναι: διπλάσιος-η-ο, τριπλάσιος-η-ο, τετραπλάσιος-η-ο κτλ.
π.χ Κερδίζει τα διπλάσια χρήματα τώρα.
Τα αριθμητικά επίθετα χρησιμοποιούνται συνήθως ως επιθετικοί προσδιορισμοί.
π.χ Αγόρασα τρεις κούκλες.
Πηγαίνει στην τρίτη τάξη.
Χρησιμοποίησε τριπλή κλωστή.
Χρειάζεται η τριπλάσια ποσότητα.

Στα προπαροξύτονα επίθετα που λήγουν σε –αιος, -αια, -αιο (δηλαδή δεν τονίζεται το αι) το θηλυκό λήγει σε –η.
π.χ. ο δίκαιος, η δίκαιη, το δίκαιο, ενώ ο αρχαίος, η αρχαία, το αρχαίο.
Τα επίθετα που λήγουν σε –αίος, -αία, -αίο γράφονται με αι.
π.χ. μοιραίος, πηγαίος, τελευταίος, σπουδαίος.
Εξαιρούνται τα επίθετα που λήγουν σε –λέος (θαρραλέος, πειναλέος, φρικαλέος κ.α.), τα ρηματικά επίθετα σε –τέος (διαιρετέος, αφαιρετέος, προσθετέος κ.α.) και το επίθετο νέος.

Δύο ή περισσότερα ουσιαστικά μπορεί να έχουν μια ιδιότητα ή ποιότητα σε διαφορετικό βαθμό. Γι’ αυτό και τα επίθετα που φανερώνουν τις ιδιότητες και τις ποιότητες των ουσιαστικών χρειάζονται ξεχωριστούς τύπους που να φανερώνουν το διαφορετικό τους βαθμό. Τους τύπους αυτούς τους ονομάζουμε βαθμούς του επιθέτου.
Οι βαθμοί του επιθέτου είναι τρεις:
1. Ο θετικός, όταν το επίθετο φανερώνει απλώς πως ένα ουσιαστικό έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα.
π.χ. Το ποδήλατό μου είναι ακριβό.
2. Ο συγκριτικός, όταν το επίθετο φανερώνει πως ένα ουσιαστικό έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό από ένα άλλο.
π.χ. Το ποδήλατό μου είναι ακριβότερο (ή πιο ακριβό) από της Μαρίας.

3. Ο υπερθετικός, όταν το επίθετο φανερώνει πως ένα ουσιαστικό έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο απ’ όλα τα όμοιά του (σχετικός υπερθετικός) ή σε πολύ μεγάλο βαθμό, απόλυτα, χωρίς να γίνεται σύγκριση με άλλα ουσιαστικά (απόλυτος υπερθετικός).
π.χ. Το ποδήλατό μου είναι το ακριβότερο (ή το πιο ακριβό) από τ’ άλλα.(σχετικός
υπερθετικός)
Το ποδήλατό μου είναι ακριβότατο (ή πολύ ακριβό). (απόλυτος υπερθετικός)
Οι βαθμοί του επιθέτου σχηματίζονται μονολεκτικά ή περιφραστικά:

Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός
Σχετικός Απόλυτος
ψηλός

βαθύς

αγενής
ψηλότερος ή
πιο ψηλός
βαθύτερος ή
πιο βαθύς
αγενέστερος ή
πιο αγενής ο ψηλότερος ή
ο πιο ψηλός
ο βαθύτερος ή
ο πιο βαθύς
ο αγενέστερος ή
ο πιο αγενής ψηλότατος ή
πολύ ψηλός
βαθύτατος ή
πολύ βαθύς
αγενέστατος ή
πολύ αγενής
Επιρρήματα λέγονται οι άκλιτες λέξεις που προσδιορίζουν κυρίως ένα ρήμα και φανερώνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, βεβαίωση, δισταγμό, άρνηση.
π.χ. Να γυρίσεις γρήγορα.
Θα έρθεις αύριο;
Σημείωση: τα επιρρήματα μπορεί να προσδιορίζουν και επίθετα, ουσιαστικά ή άλλα επιρρήματα.
π.χ. Είναι πολύ μεγάλος. Μένει στην κάτω συνοικία. Νιώθει αρκετά καλά.
• Τα επιρρήματα χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:
- Τα τοπικά επιρρήματα, που φανερώνουν τόπο και απαντούν στην ερώτηση «πού;» (πάνω, κάτω, έξω, μέσα, κάπου, εδώ, εκεί, εμπρός, πίσω κ.α.).
- Τα χρονικά επιρρήματα, που φανερώνουν χρόνο και απαντούν στην ερώτηση «πότε;» (πότε, τότε, αμέσως, ήδη, συχνά, ύστερα, χθες, σήμερα, αύριο κ.α.).
- Τα τροπικά επιρρήματα, που φανερώνουν και απαντούν στην ερώτηση «πώς;» (έτσι, κάπως, αλλιώς, όπως, μαζί, ιδίως, κυρίως, καλά, κακά, άσχημα, ωραία κ.α.).
- Τα ποσοτικά επιρρήματα, που φανερώνουν πόσο και απαντούν στην ερώτηση «πόσο;» (τόσο, όσο, κάμποσο, πολύ, λίγο, λιγότερο, περισσότερο, σχεδόν, περίπου, καθόλου κ.α.).
- Τα βεβαιωτικά επιρρήματα, με τα οποία επιβεβαιώνουμε κάτι (ναι, μάλιστα, βεβαίως, βέβαια, σωστά κ.α.).
- Τα διστακτικά επιρρήματα, με τα οποία δείχνουμε δισταγμό (ίσως, τάχα, δήθεν, πιθανόν, άραγε κ.α.).
- Τα αρνητικά επιρρήματα, με τα οποία αρνούμαστε κάτι (όχι, δεν, μην, όχι βέβαια).

Σημείωση: πάρα πολλά είναι τα επιρρήματα σε –α, τροπικά τα περισσότερα, που σχηματίζονται από τον πληθυντικό του ουδετέρου γένους των αντίστοιχων επιθέτων.
π.χ. ωραίος-ωραία, γρήγορος-γρήγορα, βαθύς-βαθιά, σωστός-σωστά, κλπ
• Συχνά ορισμένες εκφράσεις χρησιμεύουν για επιρρήματα και έχουν την ίδια σημασία με αυτά (φανερώνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό κλπ.). Οι εκφράσεις αυτές λέγονται επιρρηματικές εκφράσεις.
Οι επιρρηματικές εκφράσεις είναι κυρίως:
- Χρονικές: κάθε μέρα, όλη μέρα, τις προάλλες, από τότε κι ύστερα, εδώ και πολλά χρόνια, από δω και πέρα κ.α.
- Τροπικές: κατά τύχη, για κακή τύχη, στα χαμένα, στα τυφλά, μια και καλή, μια χαρά, μια για πάντα κ.α.

Χρονικοί προσδιορισμοί
Για να εκφράσουμε το χρόνο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε:
- Χρονικά επιρρήματα: π.χ. Ο μπαρμπα-Ιωσήφ ύστερα έδεσε το μπόλι.
- Χρονικές εκφράσεις: π.χ. Ο σκύλος γάβγιζε όλη τη νύχτα.
- Χρονικές μετοχές: π.χ. Ο ήλιος βασιλεύοντας (=ενώ, καθώς βασίλευε) έπαιρνε ένα πορτοκαλί χρώμα.
- Χρονικές προτάσεις, οι οποίες είναι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται (αρχίζουν) με κάποιο χρονικό σύνδεσμο (όταν, ενώ, καθώς, αφού, πριν, μόλις, όποτε κ.α.) και προσδιορίζουν μια άλλη πρόταση χρονικά: π.χ. Όταν τελειώσεις, ειδοποίησέ με. Μόλις τον είδε, χάρηκε πολύ.
Για να εκφράσουμε τον τόπο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε:
 Τοπικά επιρρήματα, δηλαδή τις άκλιτες λέξεις που φανερώνουν τόπο και απαντούν στην ερώτηση «πού;».
Π.χ. Η μητέρα είναι εδώ.
Να στρίψετε αριστερά.
 Εμπρόθετους προσδιορισμούς (λέξεις που συνοδεύονται από πρόθεση) που φανερώνουν τόπο.
Π.χ. Έφυγε για το χωριό.
Κατάγεται από την Κρήτη.

Προσδιορισμοί άρνησης, βεβαίωσης και δισταγμού
 Όταν θέλουμε να αρνηθούμε κάτι, χρησιμοποιούμε τα αρνητικά επιρρήματα: όχι, δεν, μην, όχι βέβαια
π.χ Όχι βέβαια, δεν πρόκειται να έρθω.
 Όταν θέλουμε να επιβεβαιώσουμε κάτι, χρησιμοποιούμε τα βεβαιωτικά επιρρήματα: ναι, μάλιστα, βέβαια κ.α
π.χ Και βέβαια θα έρθω.
 Όταν θέλουμε να δείξουμε το δισταγμό μας για κάτι, χρησιμοποιούμε τα διστακτικά επιρρήματα: ίσως, τάχα, δήθεν, πιθανόν, άραγε
π.χ Ίσως να έρθω τελικά.
Σημείωση:
Τα αρνητικά επιρρήματα δε(ν) και μη(ν) άλλοτε διατηρούν το τελικό ν και άλλοτε όχι.
Το διατηρούν όταν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει:
- από φωνήεν π.χ δεν ήθελα, μην έρθεις
- από σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ π.χ δεν καταλαβαίνω, μην τρέχεις, μην ψάχνεις κ.λπ.
- από συμφωνικά συμπλέγματα μπ, ντ, γκ, τσ και τζ π.χ δεν μπαίνω, μην τσακώνεσαι κ.λπ.
Δεν το διατηρούν όταν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από οποιοδήποτε άλλο σύμφωνο. π.χ δε θέλω, μη φωνάζεις κ.λπ.
Επιρρηματικοί προσδιορισμοί λέγονται οι λέξεις που συμπληρώνουν κυρίως την έννοια του ρήματος ώστε να γίνει πιο σαφής.
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί, όσον αφορά τη μορφή τους, διακρίνονται σε:
- μονολεκτικούς, αυτούς δηλαδή που αποτελούνται από μία μόνο λέξη.
π.χ Κουράστηκε πολύ.
Έτρεξε γρήγορα.
- περιφραστικούς, αυτούς δηλαδή που αποτελούνται από δύο ή περισσότερες λέξεις.
π.χ Το πούλησε όσο όσο.
. Τους μίλησε με ωραίο τρόπο.
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί δεν προσδιορίζουν μόνο ρήματα, αλλά και επίθετα ή επιρρήματα.
π.χ Είναι πολύ έξυπνος. (προσδιορίζει το επίθετο έξυπνος)
Συναντηθήκαμε εντελώς τυχαία. (προσδιορίζει το επίρρημα τυχαία)
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί, εκτός από ρήματα, επίθετα ή άλλα επιρρήματα, προσδιορίζουν και ουσιαστικά, συμπληρώνοντας έτσι την έννοια τους.
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί των ουσιαστικών είναι συνήθως εμπρόθετοι (πρόθεση + αιτιατική) και δηλώνουν:
- σκοπό π.χ Έκανε αγώνα για το καλό του τόπου. (προσδιορίζει τη λέξη αγώνα)
- τόπο π.χ Ο ερχομός τους στο χωριό πρόκάλεσε αντιδράσεις. (προσδιορίζει τη λέξη ερχομός)
- προέλευση π.χ Περηφανευόταν για την καταγωγή του από την Ήπειρο. (προσδιορίζει τη λέξη καταγωγή)
- εναντίωση π.χ Εκδήλωσαν την αγανάκτησή τους κατά της απόφασης του δικαστηρίου. (προσδιορίζει τη λέξη αγανάκτηση)
- αναφορά π.χ Γνωρίζεις τα αισθήματά μου για σένα. (προσδιορίζει τη λέξη αισθήματα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου